- ἔπαινον
- ἔπαινοςapprovalmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BEATITUDINES — Graece Μακαρισμοὶ in gentis huius Liturgis hymni dicuntur ac troparia, incommemorationem beatitudinis Sanctorum. Sic in Liturgia Chrysostomi, Εἰ δὲ καί ἐςτι κυριακὴ, Ψάλλει τοὺς μακαρισμοὺς καὶ τȏυ ἇγίου τῆς ὴμέρας, Si vero etiam sit Domimca,… … Hofmann J. Lexicon universale
LAUS — I. LAUS an a Graeco λαὸς, populus, quod Laus sit vox populi laudantis; an a vet. vote Aeolica λαύω, fruor, quod nullus maior fructus ex virtute, aut actione illius, quam laus, percipiatur: Graece ἔπαινος, Item ἐγκώμιον dicitur: quae tamen duo sic … Hofmann J. Lexicon universale
έπαινος — (I) ο (AM ἔπαινος) η ενέργεια τού επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο νεοελλ. δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας») μσν. 1. (για τον θεό) δόξα 2. (ως προσφώνηση) μακάριος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ουκούν — οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α) επίρρ. 1. (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται κατάνευση σε κάποιο συμπέρασμα ή προσθήκη σε κάτι που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) λοιπόν δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... συμφέρον εἶναι...;», Ξεν.) 2. (όταν αναμένεται… … Dictionary of Greek
προαποτίθημι — Α [ἀποτίθημι] 1. θέτω προηγουμένως κάτι κατά μέρος 2. εφοδιάζομαι για το μέλλον 3. μέσ. προαποτίθεμαι καθαρίζω προηγουμένως την κόπρο 4. φρ. «προαποτίθεμαι ἔπαινον» επαινώ προτού αρχίσω να κατηγορώ … Dictionary of Greek
συγκατάθεση — η / συγκατάθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α [συγκατατίθημι] επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», Πολ.) νεοελλ. (νομ.) συναίνεση προϋποθετική τού κύρους δικαιοπραξίας αρχ. 1. συμφωνία 2.… … Dictionary of Greek
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия
ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам … Православная энциклопедия
ГРИГОРИЙ ЧУДОТВОРЕЦ — [греч. Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός] (ок. 213, г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) после 270, там же), свт. (пам. 17 нояб.), еп. Неокесарийский. Жизнь Основными источниками жизнеописания Г. Ч. являются: 1. «Благодарственная речь Оригену» … Православная энциклопедия